- αναδίφηση
- ηη έρευνα, το ψάξιμο σε αρχεία, βιβλιοθήκες κτλ.: Η αναδίφηση αρχείων είναι μια από τις κυριότερες δουλειές του ιστορικού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναδίφηση — η 1. λεπτομερειακή και προσεκτική έρευνα αρχείων, εγγράφων εντύπων κ. ά 2. απλώς αναζήτηση, έρευνα, μελέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον λεξικογράφο και ιστορικό Σκαρλάτο Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
αναδίφης — και αναδιφητής, ο 1. αυτός που ασχολείται, που καταγίνεται με την αναδίφηση* 2. αυτός που έκανε αναδίφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. αναδίφης μαρτυρείται από το 1885 στον γιατρό Σπυρίδωνα Μαυρογένη, ενώ ο παράλληλος τ. αναδιφητής από το 1878… … Dictionary of Greek
αναδιφώ — ( άω) (Α ἀναδιφῶ) νεοελλ. 1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα 2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως αρχ. αναζητώ ψηλαφίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση] … Dictionary of Greek
τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… … Dictionary of Greek
Καμπούρογλους, Δημήτριος — (Αθήνα 1852 – 1942). Ιστοριοδίφης και λογοτέχνης. Μετά τις νομικές σπουδές του άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Όμως, από πολύ νωρίς άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία και, αργότερα, με την ιστορική αναδίφηση, στην οποία αφοσιώθηκε τελικά. Το… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek